διασχίσῃ — διασχίσηι , διάσχισις division fem dat sg (epic) διασχίζω cleave asunder aor subj mid 2nd sg διασχίζω cleave asunder aor subj act 3rd sg διασχίζω cleave asunder fut ind mid 2nd sg διασχίζω cleave asunder aor subj mid 2nd sg διασχίζω cleave… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκοψη — η (Α διάκοψις, εως) [διακόπτω] 1. διακοπή 2. διαχωρισμός, διάσχιση, τέλειο κόψιμο … Dictionary of Greek
διασχίς — διασχίς, η (Α) [διασχίζω] διάσχιση, σχισμή («παρὰ τὴν διασχίδα τῆς φλεβός») … Dictionary of Greek
διασχισμός — διασχισμός, ο (Α) 1. διάσχιση* 2. διχόνοια, φιλονικία … Dictionary of Greek
διαχάραξη — η (Α διαχάραξις) διάσχιση, διάνοιξη αυλακιών με αιχμηρό όργανο νεοελλ. οροθέτηση, καθορισμός τών ορίων ενός τόπου … Dictionary of Greek
ηπατορρηξία — η ρήξη, διάσχιση τού ήπατος από σοβαρό τραυματισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatorrhexis < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + rrhexis (πρβλ. ρήξις)] … Dictionary of Greek
καρδιορρηξία — η ιατρ. ρήξη, διάσχιση τών τοιχωμάτων τής καρδιάς από βλάβη τών στεφανιαίων αγγείων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cardiorhexie < cardio (πρβλ. καρδι[ο] *) + rhex (πρβλ. ρήξις) + ie (πρβλ. ία)] … Dictionary of Greek
σφήνα — Απλό εργαλείο που αποτελείται από ένα στερεό ανθεκτικό σώμα πρισματικής μορφής με διατομή ισοσκελούς τρίγωνου. Με το εργαλείο αυτό εξασκούνται στις δύο ίσες πλευρές του τρίγωνου (πλευρά της σ.) δυνάμεις ανώτερες εκείνων που εξασκούνται στη βάση… … Dictionary of Greek
τριχορρηξία — η, Ν ιατρ. σπάσιμο ή σχίσιμο τών μεγάλων τριχών τού σώματος, μερικές φορές με ανάπτυξη πολύ μικρών διογκώσεων στο στέλεχος, στο επίπεδο τού οποίου συντελείται η μερική ή ολική ρήξη και διάσχισή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (ΙΙ) + ρήξη + κατάλ. ία) … Dictionary of Greek
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek